- συμπερασμός
- οεξαγωγή συμπεράσματος, λογική πορεία που μας οδηγεί σε κάποιο συμπέρασμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συμπερασμός — ο, ΝΑ [συμπεραίνω] συμπέρασμα νεοελλ. φρ. «κατά συμπερασμό» κατά υποκειμενική κρίση, κατά εικασία … Dictionary of Greek
συμπερασμόν — συμπερασμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάγνωση — Η διαδικασία που ακολουθείται για την αναγνώριση της νόσου από την οποία πάσχει κάποιος. Σε κάθε περίπτωση, οι γνώσεις, η πείρα και η οξύνοια του γιατρού συμβάλλουν αποφασιστικά στην ανάλυση και εκτίμηση των δεδομένων, καθώς και της σχέσης που… … Dictionary of Greek
εικασία — η συμπερασμός, υποθετική γνώμη, πιθανότητα: Μην πιστεύεις σ αυτά· είναι εικασίες των δημοσιογράφων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)